- διατραγωδώ
- (Α διατραγῳδῶ, -έω)απαγγέλλω, διηγούμαι με τραγικό ὕφος («ἐφ' οἷς ἀδικοῡντά με ἑώρα τἠν πόλιν... διετραγῴδει», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατραγῳδῶ — διατραγῳδέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) διατραγῳδέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)